- ἐκθάλλει
- ἐκ-θάλλωsproutpres ind mp 2nd sgἐκ-θάλλωsproutpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νευροφωνία — η ιατρ. νεύρωση κατά την οποία ο ασθενής εκθάλλει οξεία φωνή που μοιάζει με κρωγμό ή βέλασμα ή νιαούρισμα … Dictionary of Greek
πεζοβόας — ὁ, Α 1. στρατιώτης που εκθάλλει πολεμική ιαχή πεζός 2. (κατ επέκτ.) πεζός στρατιώτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεζός + βόας (< βοῶ), πρβλ. μεγαλο βόας] … Dictionary of Greek